Επιμέλεια: Δημήτριος Αλεξανδρής (για το karachaleikagavalous.blogspot)
Η ΕΝΕΔΡΑ ΣΤΗ ΜΠΟΥΓΛΑΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΥΝΕΙΑΣ
Στις 26 Ιουλίου του 1943 ολιγομελή ομάδα από 4 Γερμανούς, με ένα μικρό αυτοκίνητο, έφυγε από το Αγρίνιο με προορισμό την Μακρυνεία για το συνηθισμένο «πλιάτσικο» των χωριών. Μια ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Γραμματικούς – Γαβαλούς έστησε ενέδρα στους Γερμανούς στη θέση Χασάναγα, πίσω από τον Μύλο της Μπουγλάστης με αποτέλεσμα δύο από αυτούς να σκοτωθούν και οι άλλοι να αιχμαλωτισθούν. Δύο αντάρτες της ομάδας οδήγησαν τους αιχμαλώτους προς το Μοναστήρι της Κατερινούς, όμως κατά την διαδρομή ο ένας αιχμάλωτος κατάφερε να διαφύγει και κρυπτόμενος έφτασε στο Τριχώνιο. Με βάρκα πέρασε απέναντι στα Αμπάρια Παναιτωλίου και από εκεί πήγε στο Αγρίνιο, όπου ανέφερε το όλο γεγονός στην Γερμανική Διοίκηση.
Την επόμενη ημέρα 27-7-1943 ξεκίνησε από το Αγρίνιο μια Γερμανική φάλαγγα με τανκς, φορτηγά και μοτοσικλέτες. Σε αντίποινα για την παραπάνω ενέδρα και τον θάνατο των δύο γερμανών στρατιωτών, η φάλαγγα επιδόθηκε στη συστηματική καταστροφή των χωριών της Μακρυνείας και στη δολοφονία αμάχων πολιτών που βρέθηκαν στο πέρασμά της. Συνεργεία Γερμανών στρατιωτών, αφού αφαιρούσαν από κάθε σπίτι χρήσιμο και εμπορεύσιμο υπήρχε, στη συνέχεια έριχναν κάποια σκόνη και με έναν πυροβολισμό το σπίτι παραδίδονταν στις φλόγες.
Η καταστροφή κράτησε δύο μέρες από το Ζευγαράκι έως τα Σιταράλωνα και η Μακρυνεία μετατράπηκε σε κρανίου τόπο – σωρό ερειπίων.
«Στα τέλη Ιουλίου, μία ανταρτική ενέδρα στην παραλιακή ζώνη, νοτίως του Αγρινίου, προκάλεσε στην γερμανική πλευρά απώλειες που ανήλθαν σε ένα νεκρό και οκτώ αγνοούμενους. Η απάντηση ήταν άμεση και τα μέτρα δραστικά, μετά την επιχείρηση αντεκδίκησης στη ζώνη του συμβάντος, έχασαν την ζωή τους εκατό ¨εχθροί¨ και πυρπολήθηκαν τέσσερα χωριά. Και στην περίπτωση αυτή η ¨λογική¨ της συλλογικής ευθύνης είχε εφαρμοστεί απαρέγκλιτα από τα στρατιω¬τικά επιτελεία»1.
Από την καταστροφή οικιών στο Ζευγαράκι μετά την ανατίναξη της γέφυρας στην Συκιά, την πυρπόληση των οικιών το 1943, αλλά και τις καταστροφές που προκλήθηκαν τον επόμενο Αύγου στο του 1944, έχουμε τον ακόλουθο κατάλογο κατεστραμμένων οικιών στα χωριά της Μακρυνείας2.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΩΝ ΟΙΚΙΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΙΟ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΙΤΑΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ3
Σαν να μην έφτανε αυτό, δηλαδή η καταστροφή της περιουσίας του άμαχου πληθυσμού, οι εγκληματίες κατακτητές με σύνταξη τακτικού στρατού, ξεχύθηκαν με τανκς στον κάμπο της Μακρυνείας. Εκεί είχαν καταφύγει ηλικιωμένοι άνθρωποι, ανάπηροι, γυναίκες και μικρά παιδιά, οι οποίοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς το δάσος του Αράκυνθου και ξεκίνησε ένα από τα μεγαλύτερα και τρομερότερα εγκλήματα των Γερμανών. Πραγματοποιήθηκε το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΥΝΕΙΑΣ.
Μέσα στα σπαρτά, στα αμπέλια, στα χαντάκια και κάτω από τις ελιές, ομάδες από γυναικόπαιδα εκτελέστηκαν με τον πλέον ειδεχθή τρόπο. Δύο μέρες κράτησε το ανθρωποκυνηγητό του κάμπου. Οι κάτοικοι που διέφυγαν προς το βουνό, παρακολουθούσαν το μεγάλο φονικό από τις ράχες του Αράκυνθου. Όταν οι Γερμανοί τελείωσαν το καταστροφικό τους έργο, έφυγαν για το Αγρίνιο. Οι Μακρύνειοι στη συνέχεια κατεβαίνοντας είδαν τα καμένα και κατεστραμμένα σπίτια τους, διαπίστωσαν την καταστροφή και το δράμα της ανθρωποσφαγής. Βρέθηκαν ολόκληρες οικογένειες δολοφονημένες, γιατί όποιος βρίσκονταν μπροστά σε Γερμανό εκτελούνταν. Μέσα σε σκηνές αλλοφροσύνης που κράτησαν όλη τη νύχτα, θρηνούσαν τους αδικοχαμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους. Στη Γραμματικού, η οικογένεια (ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗ) τυφλώθηκε με τον πιο φρικώδη και απάνθρωπο τρόπο, επίσης γαζώθηκαν με πολυβόλα ολόκληρες οικογένειες4. Στο ίδιο χωριό εκτός από τις οικίες έκαψαν και το Δημοτικό Σχολείο. Στη Γραμματικού και στη Γαβαλού, ξέσπασε η μανία των Γερμανών. Όπως φάνηκε οι κατακτητές είχαν πληροφορίες από συνεργάτες τους για το μεγάλο αντιστασιακό κίνημα των δύο χωριών.
Τον Ιούλιο του 1943 η οικογένεια της Ιωάννας Γιαννούζη, όπως και άλλοι συγχωριανοί τους, παραθέριζαν ψηλά στον Αράκυνθο, στο Κελί. «Εκεί στον καθαρό αέρα του βουνού, ξεχνούσαμε κάπου κάπου τη μαύρη σκλαβιά που πλάκωνε την πατρίδα μας. Μια μέρα όμως στα τέλη Ιουλίου, ακούστηκαν ξαφνικά αραιοί πυροβολισμοί που γρήγορα άρχισαν να πυκνώνουν και να γίνονται δυνατότεροι. Καθώς λοιπόν πύκνωναν και δυνάμωναν οι απαίσιοι κρότοι της συμφοράς, τα μεγαλύτερα κορίτσια, πετάχτηκαν έξω από τα τσαντίρια τους, φωνάζοντας :¨Τα σπίτια μας….τα σπίτια μας¨ και σπαράζοντας στο κλάμα δέρνονταν απελπισμένα. Όταν όμως άρχισε να τρέμει η γη κάτω από τα πόδια μας και οι κρότοι τ΄ολέθρου να ακούγονται πιο δυνατά φοβήθηκα, πως οι Γερμανοί είναι πια πολύ κοντά μας. Η μητέρα μου το κατάλαβε, με πήρε στην αγκαλιά της και με καθησύχασε.
Την επόμενη μέρα μόνο τα ασυνήθιστα σοβαρά και συλλογισμένα πρόσωπα των γειτόνων μας και τα κατεβασμένα τους κεφάλια, θύμιζαν αυτό το απάνθρωπο, άνανδρο περιστατικό. Ήθελα να πιστεύω, ήταν ένα κακό όνειρο, ένας κακός εφιάλτης και πως σαν θα ξαναπήγαινα στο χωριό και θα κατέβαινα στη δημοσιά, θα έβλεπα και πάλι άθικτα τα πανέμορφα σπίτια και τους ολάνθιστους κήπους και τα μπαλκόνια, όπως ακριβώς τα είχαμε αφήσει. Όμως δεν έγινε έτσι, αφού όταν αργότερα κατεβήκαμε στο χωριό μαζί με τ΄άλλα παιδιά δεν αντικρίσαμε τίποτ΄άλλο καπνισμένους τοίχους χωρίς πορτοπαράθυρα και στέγες. Ο πόλεμος αυτοπροσώπως είχε περάσει από το ειρηνικό χωριό μας, αφήνοντας το αποτρόπαιο επισκεπτήριό του. Δεν ήταν λοιπόν όνειρο. Ήταν εμπειρία»5.
Τριάντα έξι (36) ήταν συνολικά τα θύματα του άμαχου πληθυσμού της Μακρυνείας που δολοφονήθηκαν από τους Γερμανούς στις 27/28-7- 1943.
Στο Κάτω Κεράσοβο ο Γεώργιος Θ. Κόκκορος, στις Παπαδάτες οι Βελισάριος Χρ. Κίτσος, Αλέξιος Λανόπουλος, Ανδρέας Λανόπουλος, Σταύρος Θ. Μπαλτάς, Ανδρέας Πανόπουλος και Ανδρέας Δ. Στέκας, στην Ματαράγκα η Βασιλική Ακαρέπη και ο Νικόλαος Θ. Χολής από τα Κλεισορεύματα. Στην θέση «Παλιοκόνακα» Γραμματικούς η Αγγελική Θάνου και η Αγαθή Σπ. Κοτοπούλη, στη θέση «Ψυχέϊκα» Γαβαλούς ο Λάμπρος Κοτρότσος, στη θέση «Κάτσες» Γραμματικούς ο Γεώργιος Κουζέλης και στη θέση «Γερακούλα» Γραμματικούς οι : Βασιλική Κ. Καλιακμάνη, Γε¬ώργιος Καλιακμάνης, Γιαννούλα Καλιακμάνη, Σοφία Καλιακμάνη, Χα¬ράλαμπος Καλιακμάνης και Χαραυγή Καλιακμάνη. Στην Γαβαλού και στη θέση «Τραγάνα» οι: Βαρβάρα Δημητρέλη, Παρθενόπη Δημητρέλη, Αντώνιος Δημητρέλης, Αθανάσιος Δίπλας από την Μυρτιά, Δημήτριος Ζωγόπουλος από το Παναιτώλιο, Γεράσιμος Κουρσάρης, Στέφανος Μπαλάς, Παναγιώτης Πιεράτος και Αθανάσιος Τραγουλιάς, ενώ μέσα στο χωριό ο Βασίλειος Κωνσταντάκης (Καρατσώρης). Στη θέση «Άμπλας» του Τρι-χωνίου οι Νικόλαος Κουτσής και Κώστας Μουστάκας από την Δερβέκι¬στα, ενώ μέσα στο χωριό οι Ζώης Καλτσάς και Ανδρέας Σιαμπαλής. Στην Μπουρλέσια η Αικατερίνη Βασιλείου και η Βασιλική Καρκατσούλη. Στον Δαφνιά ο Βασίλειος Μπάρλας.
Στους παραπάνω αμάχους πρέπει να προστεθούν: η Βασιλική Ι. Κολτσίδα από το Ζευγαράκι που σκοτώθηκε από όχημα του Ιταλικού Στρατού, (13-11-1941), ο παράλυτος γέροντας Ζάχος Μπούνας από την Γραμματικού που δολοφονήθηκε πάνω στο κρεβάτι του, στην επόμενη επέλαση των Γερμανών τον Αύγουστο του 1944, όπως και η Βασιλική Λέτσα που σκοτώθηκε από βλήμα όλμου στο Παλαιοχώρι (6-8-1944). Ο μαθητής Λάμπρος Σιάσκος ηλικίας 18 ετών που σκοτώθηκε στη Γαβαλού από έκρηξη χειροβομβίδας (31-3-1944), ο Ευθύμιος Πολύζος ετών 16 από την Άνω Μακρυνού που σκοτώθηκε από έκρηξη χειροβομβίδας στο χωριό του (15-6-1941). Οι συγχωριανοί του Αθανάσιος Καρναχωρίτης και Φίλιππος Τσιούμος που δολοφονήθηκαν στο χωριό τους με βάναυσο τρόπο, στις 9-9-1943 και τέλος ο Ηλίας Σταυρόπουλος από την Κάτω Μακρυνού που δολοφονήθηκε στο χωριό του το 1944, επειδή αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγή των Γερμανών. Έτσι ο αριθμός των Μακρύνειων αμάχων που έχασαν την ζωή τους ανέρχεται σε σαράντα τέσσερις (44)6.
Σα να μην έφτανε η καταστροφή περιουσιών και το φονικό, αμέσως μετά διατάχτηκε από τους Γερμανούς, η άμεση εκτόπιση του πληθυσμού προς την Ορεινή Τριχωνίδα και Ναυπακτία. Όλοι οι άνθρωποι, φορτωμέ¬νοι με τα εναπομείναντα υπάρχοντά τους, πήραν το δρόμο προς τα βουνά αφήνοντας πίσω τους στάχτες και ερείπια. Όταν επέστρεψαν μετά από 50 περίπου ημέρες στα χωριά τους άρχισαν να κατασκευάσουν πρόχειρα καταλύματα για τις οικογένειές τους. Πισσόχαρτο για στέγη πάνω στους ερειπωμένους τοίχους και γύρω-γύρω τσιατμάδες από λυγιές ή καλαμί¬δες και λάσπη, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς κρεβάτια νηστικοί και άρρωστοι, προσπάθησαν να επιζήσουν.
Ο Ιωάννης Τσάτσος κάτοικος τότε του οικισμού Βαρκά Λιθοβουνίου θυμάται: «Εμάς, μας έδιωξαν από τον τόπο μας, απ’ τα χωριά μας, εξόριστοι, φυγάδες για 42 ημέρες στα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας. Όμως μετά από 20 ημέρες εγώ, ο Ηλίας Βελάνας και ο αείμνηστος Ιωάννης Βελάνας, ήρθαμε στο χωριό για να δούμε τι γίνεται! Καθώς νύχτωσε φοβισμένοι μείναμε στο λιβάδι του κ. Αρτέμη, δυτικά του Εύηνου ποταμού, μεταξύ του Θέρμου, των λουτρών Στάχτης και Δερβέκιστας (Ανάληψη). Εκεί ήταν μια ομάδα περίπου δέκα ατόμων που μας φιλοξένησαν. Ενώ περιμέναμε να γίνει ρήψη πολεμικού υλικού από τα αεροπλάνα, όπως μας είπαν αυτοί που μας φιλοξένησαν, κατά τις 10 το βράδυ ακούσαμε τα εχθρικά αεροπλάνα και μια φωνή “ενισχύσατε φωτιές, ενισχύσατε φωτιές”, και άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες. Σαν κυνηγημένοι λαγοί φύγαμε για το Αβαρίκο, εκεί μείναμε ένα βράδυ και την επομένη πήγαμε στο χωριό. Φτάνοντας στο αμπέλι είδα σε μακρινή απόσταση δύο Γερμανούς που έτρωγαν αχλάδια. Τρέχω και ειδοποιώ τον μπάρμπα - Νώντα Βελάνα να φύγει γρήγορα διότι οι δύο Γερμανοί βρίσκονται χαμηλά στο χωριό. Αυτός παίρνει το μονόκανο και ανεβαίνει στα βράχια. Γύρισε στην καλύβα του, αφότου φύγανε οι Γερμανοί. Στο χωριό μείνανε μόνο δύο άτομα όλα και όλα, γιατί ήταν υπερήλικες, ο Νώντας Βελάνας και ο Πέτρος Βελάνας.
Αλήθεια! Τι τα θυμάμαι όλα αυτά! “Δίσεκτα” χρόνια, δύσκολα χρόνια, ο φόβος του πολέμου, ο φόβος του κατακτητή. Άσχημες εμπειρίες, παραδείγματα για τους επόμενους, τους νεότερους που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει να ζεις χωρίς να ξέρεις τι θα σου ξημερώσει η επόμενη ημέρα, που η στέρηση του σπιτιού σου, των αγαθών σου, της ελευθερίας σου, της ζωής σου και της ζωής των οικείων σου και των φίλων σου ανήκαν στην απόφαση και τη θέληση του κατακτητή.
Δεν έχω τίποτα άλλο να πω! Υγεία και ελευθερία. Ελευθερία και ειρήνη. Ειρήνη, ειρήνη, ποτέ πια πόλεμος, μακριά, μακριά του!!!»7.
Στα άμαχα θύματα της Μακρυνείας, θα πρέπει να προστεθεί και ο Αναστάσιος Βελάνας από το Λιθοβούνι που εκτελέστηκε μαζί με όλα τα μέλη της οικογένειάς του στη Δράμα από τους Βουλγάρους το 1941, για να μην τους παρασύρει η λήθη8.
Η πυρπόληση των χωριών της Μακρυνείας, η εκτέλεση των αμάχων και η εκτόπιση των κατοίκων, αναφέρονται στην ακόλουθη από 11-8- 1943, εμπιστευτική αναφορά της Διοίκησης Χωροφυλακής Αιτωλίας, προς τη Διεύθυνση Χωροφυλακής του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία χαρακτηρίζει την ενέδρα στη Μπουγλάστη «ανόητον και αντιεθνικήν ενέργεια των ενόπλων χωρικών»9.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. MA. RH 19VII : «Tagesmeldung Okdo H.Gr. F.»an OB Sudost (Okdo H.Gr. F), 27 και 29 – 7 – 1943.
2. Λιθοβουνιώτικα Νέα: «Το Ολοκαύτωμα της Μακρυνείας», φύλλο 43 Απρίλιος-Μάϊος-Ιούνιος 2015, σελ 3.
3. Νίκος Γ. Ζιάγκος: «Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση 1940-1945», τόμ. 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος, Αθήνα 1978.
4. Διονύσιος Αυρηλιώνης : «Πρόσκαιρον Νοσοκομείον Ε.Ε.Σ. Γαβαλούς Μακρυνείας», Αθήνα 1946, σελ. 12.
5. Εφημερίδα «Μακρυνεία», φύλ. 120, Δεκέμβριος 2010 – Ιανουάριος 2011, σελ. 2. Ιωάννα Γιαν¬νούζη : «Γαβαλιώτικες Μνήμες».
6. Δημήτρης Αλεξανδρής : «Η Μακρυνεια στον ευρύτερο χώρο της Αιτωλίας», Μέρος 2ο , Αθήνα 2019.
7. Προφορική Μαρτυρία Ιωάννη Τσάτσου στην Εφημερίδα «Λιθοβουνιώτικα Νέα», αριθμ.φύλλου 20, 2009.
8. Δημήτρης Αλεξανδρής : «Το Ηρώον των Μακρύνειων Αγωνιστών και Πεσόντων», Αθήνα 2012.
9. ΓΑΚ Αρχεία Νομού Αιτωλοακαρνανίας.